εταιριστής

εταιριστής
ο
1) член товарищества, общества, объединения, компании; 2) ист. член гетерии

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εταιριστής" в других словарях:

  • ἑταιριστής — lewd man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εταιριστής — ο, θηλ. εταιρίστρια (ΑΜ ἑταιριστής, θηλ. ἑταιρίστρια) [εταιρίζω] νεοελλ. 1. αυτός που είναι μέλος κάποιας εταιρείας 2. ο φιλικός, ο μυημένος στα πράγματα τής Φιλικής Εταιρείας αρχ. 1. ο ασελγής άνθρωπος 2. το θηλ. ἡ ἑταιρίστρια η ομοφυλόφιλη… …   Dictionary of Greek

  • εταιριαστής — ἑταιριαστὴς και ἑταιριστής, ὁ (Μ) [εταιριάζω] στον πληθ. ἑταιριασταί επίθ. που δόθηκε στους χριστιανούς και τους μωαμεθανούς («ὅτι ἑταῑρον Θεῷ προήγαγον, λέγοντες εἶναι τὸν Χριστὸν υἱὸν τοῡ θεοῡ», Νικ. Χων.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»